μούσκουλο

μούσκουλο
το
1. το μούσκλι
2. το σάρκινο και ινώδες μέρος τού σώματος τών θηλαστικών, ο μυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. musculus «μικρό ποντίκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μούσκλι — και μούσκλο και μούσκουλο, το και μούσκουλη, η ονομασία διαφόρων ειδών βρύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μούσκλ ιον < μούσκλη < *μούσκλος < λατ. musculus «μικρό ποντίκι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”